- νηπίου
- νήπιοςinfantmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σποκ, Μπέντζαμιν — (Spock). Αμερικανός γιατρός (Νιου Χάβεν, Κονέκτικαν 1903). Ειδικεύτηκε στην παιδιατρική και ανέλαβε την έδρα αυτή στο Πανεπιστήμιο του Κλήβελαν στο Οχάιο, το 1967. Τα μαθήματα του βασίζονται πάνω στην ψυχολογία και την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση… … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… … Dictionary of Greek
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek
νηπιοδύναμος — νηπιοδύναμος, ον (Μ) αυτός που έχει δύναμη νηπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισο δύναμος, μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
νηπιοκτονία — η φόνος νηπίου ή νηπίων, βρεφοκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπιοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
νηπιοφανής — νηπιοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται σαν νήπιο, που έχει όψη νηπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + φανής (< θ. φαν πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. τού φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, νεβρο φανής] … Dictionary of Greek
νηπιόφρων — νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός. επίρρ... νηπιοφρόνως (Α) με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό φρων, μωρό φρων] … Dictionary of Greek
οδοντοφυΐα — η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) [οδοντοφυώ] η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες τού νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις (μσν. αρχ.) 1. η οδοντοστοιχία 2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία τής έκφυσης τών… … Dictionary of Greek